λάχε

λάχε
λάχε: see λαγχάνω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 'λαχε — ἔλαχε , ἔλαχος masc/fem voc sg ἔλαχε , λαγχάνω obtain by lot aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχε — λαγχάνω obtain by lot aor imperat act 2nd sg λαγχάνω obtain by lot aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχε' — λάχεα , λάχεια fem nom/voc sg (epic ionic) λάχεαι , λάχεια fem nom/voc pl (epic ionic) λάχεα , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λάχει , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc dual (attic epic) λάχεϊ , λάχος allotted… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχ' — λάκε , λάσκω ring aor imperat act 2nd sg λάκε , λάσκω ring aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λάχαι , λάχη ashare fem nom/voc pl λάχᾱͅ , λάχη ashare fem dat sg (doric aeolic) λάχε , λαγχάνω obtain by lot aor imperat act 2nd sg λάχε , λαγχάνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • περιποταμιά — η, Ν η κοίτη και οι όχθες τού ποταμού («πού λάχε σ περιποταμιά νερό θολό γεμάτη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποταμιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”